- ἀπρόσικτος
- ἀπρόσικτος1 unattainable
ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι N. 11.48
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι N. 11.48
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
απρόσικτος — ἀπρόσικτος, ον (Α) [προσικνούμαι] ανέφικτος … Dictionary of Greek
ἀπροσίκτων — ἀπρόσικτος unattainable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)